Το Θείο Τραγί: θείο; χμμμ – τραγί; σίγουρα!

 

Το όνομα το είχα ακούσει καιρό πριν: μήνες (;), χρόνια (;) θα σας γελάσω. Μου είχε εντυπωθει τότε κυρίως λόγω του συνειρμού με το ομώνυμο μυθιστόρημα του Γιάννη Σκαρίμπα – μου είχε κινήσει την περιέργεια λόγω κυρίως του λογοτεχνικού βλήματος που έχει διαπερασει τον εγκέφαλό μου. Παρόλα αυτά ήταν η πρόσφατη αναφορά του σε τραπέζι με φίλους που το ξανάφερε στο προσκήνιο: μπήκα στο -ομολογουμένως εντυπωσιακό σαιτ και έμεινα με το στόμα ανοιχτό από την κάρτα του φαγητού, την λίστα κρασιών και (το τονίζω) το μενού degustation με μόλις 35 ευρώ το άτομο. Υψηλή γαστρονομία, λογοτεχνικές αναφορές και φθηνό; Πρέπει να το YAMANαρουμε! Όπερ και εγένετο.

Για μισό λεπτό όμως, τι είναι το “Θείο Τραγι”; Αυτοαποκαλείται punk bistrot, βρίσκεται στα ψαγμένα Πετράλωνα, ‎ποντάρει στο fine dining menu με έμφαση στην καλή κάρτα κρασιών και εν γένει στο δυνατό μπαρ. Ως εδώ όλα καλα.

Η λογοτεχνικη αναφορά στο μυθιστόρημα του Σκαρίμπα όμως πού κολλάει; Οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ θα γνωρίζουν ότι το ομώνυμο μυθιστόρημα αποτελεί το πρώτο μοντερνιστικό δείγμα της μετέπειτα ιδιότυπης γραφής του λογοτέχνη‎. Δημοσιευμένο στα 1933, περιγράφει έναν αντισυμβατικό ήρωα, τον Γιάννη, που περιπλανάται μακριά από τα πατρώα εδάφη στα οποία επιστρέφει μετά από χρόνια για να ξαναφύγει εκ νέου και να τραβήξει τον δικό του δρόμο. Πρόκειται έναν αντιήρωα που γυρνάει από τόπο σε τόπο, αρνούμενος την κοινωνία και τις συμβατικότητές της.

Επισκεφθήκαμε το μαγαζί ένα σαββατιάκο βραδάκι του φθινοπώρου. Με την είσοδο μας πήραμε μια ιδέα για το τι θα μπορούσε να είχε ‎συνειρμικά οδηγήσει στο όνομα του μαγαζιού: το στήσιμο φαίνεται να πηγαίνει κόντρα στα mainstream εστιατόρια. Ζεστός χώρος, με κάπως ιδιαίτερη διαρρύθμιση: με την είσοδο σε υποδέχεται ένα αρκετά ζωντανό, μπιτάτο μπαρ, με σταντ & μια κύρια μπάρα, ενώ στο βάθος βρίσκονται τα τραπέζια του εστιατορίου. Πρώτο φάουλ: η μουσική ήταν αρκετά δυνατή με τα ντεσιμπέλ να σκεπάζουν τις φωνές και να σε αναγκάζουν να φωνάζεις σχεδόν. Η διακόσμηση συμπαθητική, συνδυασμός βιομηχανικού και fusion, με πίνακες στους τοίχους. Ιδιαίτερα τα τραπέζια με πάγκους αντί για καθίσματα – αντισυμβατικό για μέρος που σερβίρει δημιουργική κουζίνα αλλά αρκετά παρεΐστικο.

24463523_10155510071059213_825257731_o

Στα του φαγητού: η κάρτα μικρή, αποτελούμενη από 11 πιάτα, χωρίς διαχωρισμό κυρίως και ορεκτικών. Ο καθένας κινείται αναλόγως ορέξεως – ωραίο. Επιπλέον 3 επιδόρπια. Εμείς δοκιμάσαμε τα 9 από τα 11 και όλα τα επιδόρπια.

Ξεκινήσαμε με την «θάλασσα»: ένα μάλλον ορεκτικό με φιλέτο μυλοκόπι, όστρακα, μαρούλι της θάλασσας – εντυπωσιακό σερβίρισμα, αλλά υπολειπόταν σε φρεσκάδα και έλειπε η ένταση που θα το απογείωνε γευστικά. Υλικά παρατεγμένα στο πιάτο κάνοντας περισσότερο θόρυβο εντυπωσιασμού παρά ένα ολοκληρωμένο γευστικά αποτέλεσμα. Συνεχίσαμε με «χτένι»: συνδυασμός θαλασσινού (χτένι) με γήινα στοιχεία (σφένδαμο, σπανάκι) και ένα εκρηκτικό touch εσπρέσο που το απογείωνε γευστικά. Η «πεσκανδρίτσα» με μαραθόριζα, κρόκο κοζάνης και πατάτα ήταν επίσης ένα μέτριο πιάτο: η πεσκανδρίτσα σε μια καλοψημένη αλλά άνοστη βερσιόν της, σε μια εκτέλεση που δεν απογοήτευε αλλά δεν πήγαινε πολύ παρακάτω από αυτό γευστικά. Πρίν τα κυρίως δοκιμάσαμε και το «ριζότο taleggio» με αβγό, κρεμμύδι & beurre noisette: ωραία χυλωμένο, με άριστα ενσωματωμένα τα υλικά και μια γλυκιά, ξηροκαρπάτη επίγευση.
Στα κυρίως, η μέτρια απογοήτευση από τα ορεκτικά δυστυχώς κορυφώθηκε: το «μαύρο κοτόπουλο» με ντομάτα, αρακά και μπρόκολο συνοδευόμενο από ταλιατέλες ακούγεται πολύ πιο εντυπωσιακό απ΄ ότι γεύεται – το κοτόπουλο ήταν τελείως άνοστο και οι ταλιατέλες έδειχαν παράταιρες στο πιάτο, χωρίς ίχνος απ΄την σάλτσα του πιάτου. Το «αρνί» με γλυκοπατάτα, μαύρες φακές και άγρια σπαράγγια ήταν καλομαγειρεμένο, ζουμερό και γενικώς ένα ικανοποιητικό πιάτο, χωρίς όμως να ξεχωρίζει. Το «μοσχαρίσιο μάγουλο» συνοδεία λαχανίδας, μαύρου καλαμποκιού και λεμονιού ήταν ακόμα ένα μέτριο πιάτο: καλομαγειρεμένο κρέας αλλά με ασύνδετα (και πάλι!) συνοδευτικά σε μια μέτρια εκτέλεση. Τέλος ο «μπακαλιάρος» με σελινόριζα, αβοκάντο και σοκολάτα ήταν μάλλον το καλύτερο όλων των κυρίως: νόστιμο φιλέτο ψαριού με ωραία δεμένη σάλτσα ελέω σοκολάτας – το αβοκάντο βέβαια άφαντο (μόνο στην υφή της σάλτσας είχε προσδώσει μια λιπαρότητα).

Έχοντας προβληματιστεί από τη μέτρια εικόνα μέχρι την στιγμή εκείνη είπαμε να δοκιμάσουμε τα επιδόρπια μήπως κι εκεί ερχόταν η γευστική απογείωση. Δοκιμάσαμε και τα τρία του καταλόγου: την «σοκολάτα» με φιστικοβούτυρο, καραμέλα και σπόρους chia – πλούσια υφή αλλά μέχρι εκεί, τίποτα περισσότερο. Το «λεμόνι» με φιστίκι αιγίνης, βασιλικό και φρούτα του δάσους μπορεί να προκαλεί σιελόρροια άμα τη αναγνώσει αλλά στέγνωσε το δικό μας στόμα μετά την κατάποση! Υπήρχε κι ένα καλό: η «κολοκύθα» με γλυκόριζα, φαγόπυρο και ροδόνερο – ισορροπημένο, δεμένο γευστικά και ιντριγκαδόρικο!

Η λίστα κρασιών παρότι όχι τεράστια, αρκετά καλή: αντιπροσωπευτικές επιλογές από τον ελληνικό & ξένο αμπελώνα και σε ποτήρι με αρκετά καλή τιμολόγηση. Εμείς ξεκινήσαμε με μια «Μαντινεία» του Μποσινάκη – δυστυχώς δεν ήταν αρκετά παγωμένη. Συνεχίσαμε με ένα «Μούχταρο» από το Κτήμα Μουσών – αρκετά αναγωγικό, ήθελε τουλάχιστον ένα τέταρτο στο ποτήρι ν’ ανασάνει. Ιδανικά θα ήθελε μετάγγιση αλλά δεν μας προτάθηκε καν απ΄το μαγαζί.

Το σέρβις απλώς αδιάφορο: με τυπάκια μάλλον χαλαρά αλλά σε σημείο που δεν μπορούσαν καν ν΄απαριθμήσουν τα υλικά όλων των πιάτων τους! Και αναρωτιέμαι, πώς πλασάρεις δημιουργική κουζίνα όταν το σέρβις σου δεν μπορεί καν ν΄αποστηθίσει τα υλικά μιας κάρτας 11+3 πιάτων;

Συνολικά: η προσπάθεια για αντισυμβατικότητα μάλλον είχε πενιχρά αποτελέσματα. Αυτό που είδαμε εμείς ήταν ένα μαγαζί χωρίς χαρακτήρα – και μπαρ, και εστιατόριο υψηλών απαιτήσεων, και μενού degustation, και μουσική στη διαπασών. Παρότι αναγνωρίζουμε ότι θα μπορούσε σε κάποια πιάτα η κακή εκτέλεση να ήταν θέμα κακής βραδιάς, το τουρλού που είδαμε, ακούσαμε και γευστίκαμε μάλλον συνηγορεί υπέρ του γεγονότος ότι πρέπει να κατασταλάξει ως προς την ταυτότητά του πρώτα: αν το ζητούμενο είναι η μπάρα και τα ποτά, μπορεί ένα comfort menu (ποικιλίες τυριών και αλλαντικών, μπέργκερ, μπρουσκέτες κλπ) να κολλήσει καλύτερα και πιο ικανοποιητικά. Αν πάλι υπάρχει η πετριά με την υψηλή γαστρονομία, ας κατεβάσουν τα ντεσιμπέλ της μουσικής και ας ανεβάσουν τον τόνο της γεύσης! Και εν τέλει αντισυμβατικότητα δεν σημαίνει αχταρμάς – έτσι, για να μην παραβλέψουμε και την λογοτεχνική αναφορά του του μαγαζιού…

Πληροφορίες: “Το Θείο Τραγί”  Κυδαντιδών 36, Άνω πετράλωνα, Tηλ. +30 210 3410296, http://theholygoat.gr/

Leave a Reply